- Βιέννη
- η г. Вена
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Βιέννη — η η πρωτεύουσα της Αυστρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βούρης, Γεώργιος — (Βιέννη 1802 – Βιέννη 1860). Μαθηματικός και αστρονόμος. Καταγόταν από τη Μακεδονία και σπούδασε στη Βιέννη. Το 1837 έγινε καθηγητής μαθηματικών και μαθηματικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1844 ανέλαβε και την έδρα της αστρονομίας. Με… … Dictionary of Greek
Δομνάνδος, Κυριακός — (Βιέννη 1789 – Παρίσι 1852). Λόγιος και πανεπιστημιακός.Υπήρξε ένας από τους πρώτους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Αναμείχθηκε στη θεατρική κίνηση της μετεπαναστατικής εποχής, δημοσιεύοντας τακτικά σχετικά… … Dictionary of Greek
Μπούμπερ, Μάρτιν — (Βιέννη 1878 – Ιερουσαλήμ 1966). Ισραηλινός φιλόσοφος. Μελετητής των ηθικών και θρησκευτικών προβλημάτων, διετέλεσε καθηγητής της συγκριτικής θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης έως την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Μετανάστευσε… … Dictionary of Greek
Οικονόμου, Θωμάς — (Βιέννη 1864 – Αθήνα 1927). Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στο εξωτερικό και εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε θέατρα της Βιέννης και της Γερμανίας. Μόλις ιδρύθηκε το Βασιλικό θέατρο τον κάλεσαν στην Αθήνα και το 1901 διορίστηκε πρώτος καθηγητής … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες … Dictionary of Greek
σινάς — Επώνυμο Ελλήνων πατριωτών και μεγαλεμπόρων. 1. Σίμων. Ιδρυτής μεγάλου εμπορικού και τραπεζικού οίκου της Βιέννης (1753 1822). Καταγόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου και, ύστερα από σύντομη παραμονή στη Νύσσα, εγκαταστάθηκε τελικά στη Βιέννη,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek